Οικονομία και πολιτική
ΝΔ–Επίδοξοι Νονοί των Βαλκανίων - Με λάβαρο τους Μπελέριδες

Ο Φρέντι Μπελέρι, ο φυλακισμένος ομογενής «δήμαρχος της Χιμάρας» και υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις: «ο Φρέντι Μπελέρι», θύμισε πριν από μερικές εβδομάδες ο Δημήτρης Ψαρράς από τις σελίδες της Εφημερίδας των Συντακτών, «ήταν ένας από τους επτά άνδρες που συνελήφθησαν τη νύχτα 18ης-19ης Μαρτίου 1995 από Έλληνες συνοριοφύλακες … σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, επειδή στο πορτμπαγκάζ των δυο αυτοκινήτων τους μετέφεραν εννιά αυτόματα πολεμικά όπλα Καλάσνικοφ, δυο πιστόλια, ξιφολόγχες, ασυρμάτους, φόρμες παραλλαγής και κουκούλες». 

Φασίστες και μαφιόζοι

Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια η ομάδα των «7» είχε στενές σχέσεις με την «ΜΑΒΗ» (Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου), μια ακροδεξιά, τρομοκρατική οργάνωση  που είχε ανατινάξει το 1983 το αυτοκίνητο του πρέσβη της Αλβανίας στην Ελλάδα (χωρίς να καταφέρει τελικά να τον σκοτώσει) και είχε οργανώσει, τον Απρίλιο του 1994 ένοπλη επίθεση ενάντια στο αλβανικό στρατόπεδο νεοσυλλέκτων της Άνω Επισκοπής. Ο απολογισμός αυτής της επίθεσης: ένας αξιωματικός και ένας φαντάρος νεκροί, τρεις βαριά τραυματίες και δεκάδες όπλα και πυρομαχικά κλεμμένα. 

Η εγκληματολογική υπηρεσία της ΕΛΑΣ ταυτοποίησε ένα μέρος τουλάχιστον από τα κλεμμένα αυτά όπλα με τα όπλα που βρέθηκαν στα πορτμπακάζ των αυτοκινήτων των «7»  . Παρόλα αυτά στη δίκη που έγινε ο Μπελέρι και οι συνεργοί του καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές για το αδίκημα της «παράνομης οπλοκατοχής» και μόνο. Λεπτομέρεια: το δικαστήριο συνεδρίασε «κεκλεισμένων των θυρών», μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας για «λόγους εθνικής ασφαλείας». Η προστασία των ομοεθνών ακροδεξιών δολοφόνων ήταν, είναι και θα είναι πάντα «εθνική υπόθεση». 

Ο Μπελέρι, όμως, δεν είναι μόνο ένας ακροδεξιός τρομοκράτης: καταδικάστηκε και φυλακίστηκε από την Αλβανική δικαιοσύνη τον περασμένο Μάρτιο για απόπειρα «εξαγοράς ψήφων». Όπως γράφει το πρακτορείο ειδήσεων Associated Press «συνελήφθη λίγες ημέρες πριν τις εκλογές με την κατηγορία ότι προσέφερε 40.000 λεκ Αλβανίας (περίπου 390 δολάρια) με στόχο την εξαγορά οκτώ ψήφων». Στη δίκη, ο δικηγόρος του υποστήριξε ότι το δικαστήριο θα έπρεπε να αγνοήσει τα ενοχοποιητικά στοιχεία, όχι γιατί ήταν πλαστά αλλά γιατί είχαν συλλεγεί παράνομα. Σύμφωνα με την αγγλόφωνη αλβανική ιστοσελίδα Euronews Albania: 

«Τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας βασίστηκαν σε σχολαστική ανάλυση, συμπεριλαμβανομένων των ηχογραφήσεων/βίντεο, της τηλεφωνικής επιτήρησης, της εγκληματολογίας υπολογιστών και των δηλώσεων μαρτύρων με γνώση του ποινικού αδικήματος. Αυτά τα στοιχεία δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος Άλφρεντ Μπελέρι πρόσφερε στον πολίτη Άρσεν Ράμα (δεν έχει σχέση με τον πρωθυπουργό) χρηματικά κίνητρα 50 ευρώ για κάθε άτομο που μπορούσε να πείσει ο Ράμα να ψηφίσει για τον Μπελέρι στις δημαρχιακές εκλογές που επρόκειτο να γίνουν στις 14 Μαΐου… Αποκαλύφθηκε ότι ο Μπελέρι έδινε τα χρήματα στον Ράμα μέσω του συνεργού του, Παντελή Κοκαβέσι. Ο Κοκαβέσι έδωσε στον Ράμα οκτώ χαρτονομίσματα των 5.000 λεκ το καθένα, που προορίζονταν για οκτώ άτομα που είχαν συμφωνήσει να ψηφίσουν υπέρ του Μπελέρι».

Ο ίδιος ο Μπελέρι υποστηρίζει ότι η δίωξή του είναι «πολιτική» (τα ίδια έλεγαν και λένε τα καταδικασμένα για διεύθυνση τρομοκρατικής οργάνωσης στελέχη της Χρυσής Αυγής). Ο Μπελέρι υποστηρίζεται από το δεξιό Δημοκρατικό Κόμμα (το αδελφό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στην Αλβανία) του διαβόητου Σάλι Μπερίσα. Ο Μπερίσα, που έχει διατελέσει στο παρελθόν και πρόεδρος και πρωθυπουργός, κατηγορείται όχι μόνο για διαφθορά αλλά και για σχέσεις με το «οργανωμένο έγκλημα» - οι ΗΠΑ και η Βρετανία του έχουν απαγορεύσει την είσοδο του στο έδαφός τους.  

Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τη Νέα Δημοκρατία και την τάξη που εκπροσωπεί: «Το θέμα Μπελέρι δεν αποτελεί διμερές ζήτημα Ελλάδας – Αλβανίας» λέει η ελληνική κυβέρνηση, «αλλά θέμα σεβασμού του κράτους δικαίου». Το πως αντιλαμβάνεται η Νέα Δημοκρατία, πάντως, το κράτους δικαίου το είδαμε πριν από λίγες ημέρες με την υπόθεση της Άννας Μισέλ Ασημακοπούλου. Σαν πρώτο μέτρο η ελληνική κυβέρνηση μπλόκαρε την διαδικασία ένταξης της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με την ένταξη του Μπελέρι στο ευρωψηφοδελτιό της η Νέα Δημοκρατία επιδιώκει δυο αλληλένδετους σκοπούς. Ο πρώτος είναι η προώθηση των «πάγιων στρατηγικών συμφερόντων» του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή. Ο δεύτερος είναι η προσέλκυση των ψηφοφόρων που αλληθωρίζουν προς τα υπόγεια της «δεξιάς πολυκατοικίας». Με την υποψηφιότητα του, η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να ανακόψει την πολυδιάσπαση της δεξιάς που την απειλεί με πανωλεθρία στις ευρωεκλογές του Ιουνίου.

Νονός των Βαλκανίων

Η Ελλάδα διεκδικεί για τον εαυτό της τον ρόλο του «νονού» των Βαλκανίων. Στην περίπτωση της Βόρειας Μακεδονίας αυτός ο ρόλος συνδέθηκε τελικά και με την ίδια την ονοματοθεσία –η Ελλάδα επέβαλε με τη Συμφωνία των Πρεσπών στη γειτονική μας χώρα και το όνομα και τη σημαία που ήθελε. Αλλά οι ελληνικές βλέψεις δεν περιορίζονται στις λέξεις και τα σύμβολα: μαζί με το όνομα και τη σημαία η Ελλάδα επέβαλε στη «Βόρεια Μακεδονία» και τις συνταγματικές αλλαγές που διεκδικούσε. Και η «αστυνόμευση» του εναέριου χώρου της πέρασε στη δικαιοδοσία της  πολεμικής «μας» αεροπορίας.

Η Ελλάδα περιστοιχίζεται μόνο από «εχθρούς», σύμφωνα με το πάγιο αφήγημα της άρχουσας τάξης μας. Οι γείτονές μας πάσχουν όλοι από αλυτρωτισμό, μεγαλοϊδεατισμό και επιθετικότητα. Η Τουρκία επιβουλεύεται το Αιγαίο. Η (Βόρεια) Μακεδονία το Άστρο της Βεργίνας και τον Μέγα Αλέξανδρο. Η Αλβανία την Τσαμουριά –τα παράλια της Ηπείρου. Οι μειονότητες που ζούνε στην Ελλάδα είναι υποχείρια των εχθρών μας. 

Η πραγματικότητα, όμως, είναι από διαφορετική ως αντίστροφη. Τον Οκτώβριο του 1940, στα πλαίσια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα κήρυξε, με νόμο του Μεταξά, τον πόλεμο στην Αλβανία (μέσα από την οποία προέλαυναν τα ιταλικά στρατεύματα προς την χώρα μας). Ο Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε το 1945 αλλά ο νόμος του Μεταξά δεν καταργήθηκε ούτε το 1945, ούτε το 1986, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου αποφάσισε να ομαλοποιήσει τις σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες (και δήλωσε ότι η κατάσταση πολέμου τερματίζεται). Η διατήρηση του νόμου αυτού δεν γίνεται ούτε από αδιαφορία ούτε από τυπικότητα. 

Στην Ελλάδα ζούσε μέχρι τη δεκαετία του 1940 μια μεγάλη Αλβανική μειονότητα –οι Τσάμηδες. Με την δικαιολογία ότι η πλειοψηφία συνεργάστηκε στην Κατοχή με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς κατακτητές, το ελληνικό κράτος τους απέλασε μαζικά μετά το τέλος του πολέμου. Στην πραγματικότητα ο διωγμός των Τσάμηδων δεν ήταν παρά ένα φριχτό έγκλημα, μια συλλογική «τιμωρία» μιας κοινότητας που είχε ζήσει για εκατοντάδες χρόνια στην περιοχή στο όνομα της υποτιθέμενης συνεργασίας «της πλειοψηφίας» με τον εχθρό. Η βίαιη εθνοκάθαρση είχε αρχίσει πριν ακόμα από την λήξη του πολέμου από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ –τον στρατό που προσπαθούσε να «σώσει» την Ελλάδα όχι από τους ναζί αλλά από τους κομμουνιστές του ΕΑΜ στη διάρκεια της κατοχής. Ένα μεγάλο κομμάτι των Τσάμηδων είχε ενταχθεί εκείνη τη εποχή στις οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. 

Η εθνοκάθαρση συνοδεύτηκε από την αρπαγή των περιουσιών τους –των σπιτιών τους, των χωραφιών τους, της γης τους. Οι απόγονοί τους θα μπορούσαν τώρα θεωρητικά να ζητήσουν αποζημιώσεις για τις χαμένες τους περιουσίες, όπως διεκδικεί και η Ελλάδα από την Γερμανία. Αλλά δεν μπορούν, όσο ισχύει ο μεταξικός νόμος «περί κήρυξης πολέμου». Και έτσι δεν καταργείται.

Ακροδεξιά

Στις περισσότερες χώρες του κόσμου η δεξιά είναι διασπασμένη: στη Γερμανία και την Βρετανία, για παράδειγμα, η φιλελεύθερη δεξιά είναι παραδοσιακά οργανωμένη σε διαφορετικά κόμματα από την συντηρητική δεξιά. Κατά κανόνα αυτά τα κόμματα συνεργάζονται μετά τις εκλογές μεταξύ τους –αλλά όχι πάντα. Το φιλελεύθερο FDP, για παράδειγμα, κυβερνάει σήμερα στη Γερμανία μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, όχι με τους Χριστιανοδημοκράτες.

Στην Ελλάδα η Νέα Δημοκρατία είχε καταφέρει τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης να εκπροσωπεί και τα τρία ρεύματα της δεξιάς -και τους συντηρητικούς, και τους φιλελεύθερους και τους ακροδεξιούς. Η δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα το 1991 στην Πάτρα δεν έγινε από χρυσαυγίτες, έγινε από τις φασιστικές συμμορίες της ΟΝΝΕΔ – της οργάνωσης νέων της Νέας Δημοκρατίας. Τα τελευταία χρόνια όμως αυτή η ενότητα έχει σπάσει. Η αποκατάστασή της είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για την κυβέρνηση του Μητσοτάκη.

Το αποτέλεσμα είναι αυτό το συνεχές ζικ-ζακ που βλέπουμε στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας: ψηφίζει τον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια για να ικανοποιήσει το «μοντέρνο» «ευρωπαϊκό» «φιλελεύθερο» ακροατήριο. Και ύστερα βάζει τον Βαρτζόπουλο, τον υφυπουργό Υγείας να δηλώνει ότι ο ρόλος της γυναίκας είναι «να τίκτει». Βάζει τον Μπελέρι στο ευρωψηφοδέλτιο και ύστερα πηγαίνει ο Μητσοτάκης στην Άγκυρα για συνομιλίες με τον Ερντογάν. 

Η Νέα Δημοκρατία ελπίζει να καταφέρει να συγκρατήσει τον σκελετό της δεξιάς πολυκατοικίας άθικτο με την πολιτική αυτή. Το μόνο που καταφέρνει, όμως, είναι δείχνει ολοένα και περισσότερο το μέγεθος της κρίσης της.